- οὐρεσιβώτης
- οὐρεσι-βώτης, auf den Bergen weidend; χῶρος, im Gebirge nährend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ουρεσιβώτης — οὐρεσιβώτης, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που βόσκει στα όρη («θηρῶν, οὓς ὅδ ἔχει χῶρος οὐρεσιβώτας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. οὔρεσι τού οὖρος εος (V), ιων. τ. τού όρος (ΙΙ) + βώτης (< βόσκω), πρβλ. ιππο βώτης] … Dictionary of Greek
οὐρεσιβώτας — οὐρεσιβώτᾱς , οὐρεσιβώτης feeding on the mountains masc acc pl οὐρεσιβώτᾱς , οὐρεσιβώτης feeding on the mountains masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… … Dictionary of Greek